- διονυσοκόλακες
- διονυσοκόλακες, οι (Α)1. σκωπτική ονομασία τών διονυσιακών τεχνητών, τών ηθοποιών2. οι κόλακες του τυράννου Διονυσίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλεξανδροκόλακες — Έτσι ονομάστηκαν κοροϊδευτικά οι διάφοροι καλλιτέχνες (κιθαριστές, ραψωδοί, χορευτές, υποκριτές, θαυματοποιοί κ.ά.) που πήραν μέρος στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Οι καλλιτέχνες αυτοί ονομάζονταν έως τότε χλευαστικά διονυσοκόλακες … Dictionary of Greek